• Home
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • “…αύριο είναι μία άλλη μέρα και πάλι και ξανά” του συγγραφέα Κώστα Ζαφειρίου

“…αύριο είναι μία άλλη μέρα και πάλι και ξανά” του συγγραφέα Κώστα Ζαφειρίου

Ένα μικρό χρονικό δύο μεγάλων ημερών

Το πλοίο έφυγε με λίγη καθυστέρηση από το λιμάνι της Λήμνου. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του θεόρατου -για τα δεδομένα του νησιού- καραβιού άκουσα έναν ηλικιωμένο με προφορά ξενική, εκείνη που τη χαρακτηρίζει αυτό το ελαφρύ μάζεμα των φωνηέντων και το διακριτικό κούρεμα στις καταλήξεις, να λέει στη σύζυγό του ”Ααα ωραίο πλοίο, μάλιστα! Όχι σαν εκείνα τα σαπιοκάραβα που μας πήγανε στην Αυστραλία τότες…”

Ταιριαστός οιωνός, για ένα ταξίδι από εκείνα που κάνω κάθε τόσο στη γειτονική Λέσβο και μοιάζουν με μπουρίνια, κυρίως επειδή γίνονται τόσα πολλά πράγματα μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Το καράβι ήταν όντως ωραίο. Ένα τεράστιο μεταλλικό κήτος που χωρούσε μέσα στην κοιλιά του χιλιάδες Ιωνάδες, άνετο και γρήγορο με κλιματισμό, καναπεδάρες, πιάνο μπαρ κι απ’ αυτά.

Ήξερα φυσικά ότι κάτω (όπως χαρακτηριστικά λέμε στη Λήμνο, αφού έχουμε την ψευδαίσθηση ότι λίγα ναυτικά μίλια βορειότερα σε ένα καρτεσιανό πεδίο συνιστούν κατά κάποιον τρόπο το ”πάνω”) η κατάσταση είναι ένα καζάνι που βράζει εδώ και μήνες. Δεν υπήρχε κάτι ικανό να με προετοιμάσει καταλλήλως για ό,τι θα συναντούσα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Από κάποια απόσταση όλα φαίνονταν γαλήνια και αρμονικά. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν σαν πολυάσχολα ζουζούνια. Βλέπετε, όλα τα αλλάζει η απόσταση και τα ορίζει κάπως πιο ήρεμα, ίσως σε πιο γενικές και καθαρές γραμμές. Να, κάτι παιδιά που παίζουν εκεί σε μια γωνίτσα, τι ωραία! Πιο δίπλα μία παρέα νεαρών κάθεται και περιμένει το πλοίο για να φύγει διακοπές σίγουρα… Μηχανάκια, αυτοκίνητα σωρό, ο αστυνόμος που περιπολεί, όλα εντάξει. Αμ δε. Είναι απίστευτο το πως λίγα μέτρα διαφορά κάνουν… τη διαφορά. Τα παιδιά ψάχνουν νερό, από τα μισοπιωμένα μπουκαλάκια που πετούν οι τουρίστες στους κάδους. Οι νέοι είναι πρόσφυγες, Σύριοι; Αφγανοί; Πάντως όχι μαυρισμένοι από τον ήλιο και την καλοπέραση. Αδύνατοι, σκυθρωποί, περιμένουν καρτερικά, καθισμένοι πάνω σε χαρτόκουτα να καταγραφούν κάποια στιγμή από τις υπηρεσίες, να πάρουν ένα προσωρινό χαρτί για το προσεχές δίμηνο και να μπουν ύστερα στο πρώτο καράβι για τον Πειραιά. Ο αστυνόμος φυλάει με καχυποψία, (την ίδια ώρα γινόταν το γνωστό πλέον περιστατικό κάτω στην Κω ενώ τα media έσπευδαν να το καλύψουν) και τα μηχανάκια, τα αυτοκίνητα ο υπόλοιπος κόσμος, κινείται γύρω απ’ αυτήν την κατάσταση αμέτοχα, λες και δεν υπάρχει ακριβώς, λες και δεν είναι εκεί, σάμπως δεν αφήνει το πολύ καθαρό αποτύπωμά της σε κάθε εκατοστό του βρώμικου κράσπεδου του λιμανιού. Απέκτησα την αίσθηση για μια στιγμή ότι ήμουν μπροστά σε μία αδέξια αλληλεπικάλυψη δύο συμπάντων, δύο διαφορετικών πραγματικοτήτων που συναντήθηκαν στη μεθοριακή περιοχή της αμηχανίας. Κατεβαίνοντας απ’ το πλοίο και μέσα στο αδιαχώρητο που επικρατούσε αντιλήφθηκα διάφορες άλλες λεπτομέρειες, με τις οποίες δε θα σας κουράσω εδώ, γιατί εμπλέκουν μνήμες μέσα σε μνήμες, εικόνες και εμπειρίες πολύ παλιότερες.

Με κινήσεις μπαλέτου, απ’ αυτές που έχω προβάρει καλά τα τελευταία 15 χρόνια κατά τα οποία ταξιδεύω αδιάκοπα, προσανατολίστηκα, βρήκα τον οδηγό που με περίμενε -όλα όμορφα και τακτοποιημένα όπως αρμόζει στη ζωή που έχουμε φροντίσει και έχουμε πλάσει και τη ζούμε μια χαρά- και ξεκινήσαμε για την Καλλονή. Έφτασα ακριβώς πάνω στην ώρα, με το στομάχι μου να κοντεύει να τρυπήσει από το οργανικό του συστατικό, το βιολογικό άκουα φόρτε που είχε σίγουρα αρχίσει να τραγανίζει τα τοιχώματά του, αφού το μόνο που είχα φάει όλη μέρα ήταν ένα μικρό σάντουιτς. Το κάψιμο στην κοιλιά και η κόπωση ήταν μια φιλική, βιολογική υπενθύμιση ότι τα θερμόαιμα ζώα σαν κι εμάς πρέπει να τρέφονται συνεχώς, αλλιώς οι ιστοί τους καταρρέουν. Στην αυλή του Γιώργου, της Κατερίνας, της Ελένης και του Γιάννη είχε φώτα, πολλά φώτα. Ωραία. Μ’ αρέσουν τα φώτα. Προετοιμασίες και τρέξιμο και όλα καλά. Κόσμος είχε αρχίσει να έρχεται, ευτυχώς όχι πολύς την ώρα που έφτασα. Δεν πρόλαβα να τους χαιρετίσω όλους. Φίλησα όποιον είδα. Χαμογέλασα στο Γιώργο, ανταλλάξαμε κυριολεκτικά δυο κουβέντες και χώθηκα μέσα στο σπίτι να αφήσω τα πράγματά μου. Στον καναπέ, καθόταν η Λίλυ παρέα με τη Φραγκέσκα… ”Κώστα! Καλωσήρθες!” πρόλαβε η Λίλυ. Μόλις την είχα γνωρίσει, όμως αισθάνθηκα ότι την ήξερα χρόνια ολόκληρα.

”Θα ήθελα να δούμε λίγο αν δε σου κάνει κόπο τί θα πούμε, πως θα πάει η σειρά και αυτά, ξέρεις.” Ακάματη, καθαρή, δυνατή, γεμάτη ενέργεια όπως ακριβώς οι αφηγήσεις της. Η Λίλυ η παραμυθού μας. Πόσο χαίρομαι που τη γνώρισα, αλλά και την Φραγκέσκα, σε αυτό το ταξίδι και περάσαμε όλοι μαζί παρέα ορισμένες ώρες ουσιαστικής ομορφιάς. Λίγη ώρα αργότερα και αφού έβαλα κάτι στο στόμα μου όλα ήταν πλέον έτοιμα για να ξεκινήσει η εκδήλωσή μας. Ο παπα-Στρατής είχε έρθει εν τω μεταξύ και έκανε κουράγιο να ρουφήξει όσο περισσότερο οξυγόνο γινόταν για να καταφέρει να τη βγάλει τη βραδιά. Με τη φιάλη δίπλα του και το χαρακτηριστικό φςςς του οξυγόνου να ακούγεται απ’ το μικρόφωνο μπόρεσε και διάβασε ένα κείμενο που είχε προετοιμάσει. Αγάπη. Ο Θεός είναι αγάπη. Αγάπη για τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, που έρχεται από μακριά και δεν έχει που να ξαποστάσει. Φαγητό, ρούχα στεγνά και καθαρά και μία στέγη μέχρι να ορθοποδήσει και να μπορέσει να πάρει το δρόμο του. Πολλά και σημαντικά ακούστηκαν. Η Αγκαλιά του παπα-Στρατή και των παιδιών έχει καταφέρει απ’ το 2008 και έχει περιθάλψει, στην πρώτη γραμμή, χιλιάδες ανθρώπους. Κατάφερε να παράξει διακριτό έργο εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ όλ’ αυτά τα χρόνια, βοήθησε και βοηθάει ακόμη πολλούς συνανθρώπους από όπου κι αν ήρθαν αυτοί, να κλείσουν το μάτι στο θάνατο και να του πουν ”όχι σήμερα”, να οικοδομήσουν τη ζωή τους στην παγκόσμια κοινωνία, να προοδεύσουν και να ονειρευτούν. Τουλάχιστον έτσι μας είπε ο Χαμίντ, ο οποίος έδωσε ένα γερό χαστούκι, σε λάθος μάγουλα όμως, μιας και όλοι όσοι ήμασταν εκεί προχθές λίγο-πολύ, ξέραμε. Άλλοι θα έπρεπε να ακούσουν τον Χαμίντ, μπας και σκεφτούν λιγάκι.

”Καλώς ή κακώς ο κόσμος, φτιάξαμε τα σύνορα! Κι εγώ ήρθα εδώ, γιατί εκεί που ήμουν έχασα ειρήνη, έχασα τα πάντα.” είπε ο Χαμίντ, στα Ελληνικά παρακαλώ! Τη γλώσσα μας που δίδαξαν στον ίδιο και σε άλλους πρόσφυγες, ο Γιώργος, η Κατερίνα και άλλοι εθελοντές, πηγαίνοντας για καιρό δεκάδες χιλιόμετρα μακριά στην Αγιάσο. ”Εμένα πατρίδα μου είναι όλη γη. Δε μπορώ να ευχαριστήσω πολύ για ό,τι κάνατε για μένα.” είπε προς το τέλος, τσακίζοντας τη φωνή του, στέλνοντας ταυτόχρονα ένα πελώριο κύμα ρίγης στο ακροατήριο. Ο Ρούμπι που ήρθε απ’ το Ιράκ εξήγησε, στα Αγγλικά, τι ακριβώς συμβαίνει με το εμπόριο όπλων στην πατρίδα του. Πως είδε πολλούς απ’ τους δικούς του ανθρώπους να πεθαίνουν από συστοιχίες θανατηφόρων ναρκών οι οποίες καταφθάνουν στο Ιράκ από παράλληλες αγορές της Ινδονησίας, Ευρωπαϊκών, όμως, συμφερόντων. Πως να τονίσεις αρκετά ότι ο τρόπος ζωής μας, τα όπλα και ένα σκληρό εταιρικό καθεστώς οικονομίας βασισμένης στα προνόμια, αρκεί για να λαφυραγωγεί τον πλούτο ολόκληρων κρατών, αδιαφορώντας ταυτόχρονα για τους ανθρώπους που πεθαίνουν στη διαδικασία; Ο Ρούμπι τα κατάφερε θαυμάσια, με λόγια απλά που τα κατάλαβαν όλοι μιας και ο Γιώργος είχε αναλάβει το ρόλο του διερμηνέα από το άλλο μικρόφωνο. Πολλά και διάφορα ακούστηκαν προχθές. Η Λίλυ Λαμπρέλλη, παραμυθού, με τη σειρά της μας είπε για τους λύκους που φωλιάζουν στην ψυχή μας και πολεμούν ο ένας για το καλό και ο άλλος για το κακό και πως νικάει αυτός που ταΐζουμε πιο πολύ. Μας μίλησε για το πως το μόνο που επιβιώνει τελικά, είναι η μνήμη. Ο Γιώργος και η Ελένη διάβασαν κείμενα απ’ τα ημερολόγια πεδίου της Αγκαλιάς. Κείμενα του Γιώργου τα οποία γράφει στο τέλος κάθε ημέρας, εν είδει ψυχοθεραπείας, και περιγράφουν καθημερινές εμπειρίες, σκέψεις και παρατηρήσεις γύρω από τη δουλειά που γίνεται στους κόλπους της Αγκαλιάς, αλλά ίσως σημαντικότερα, την τοποθέτηση με λόγια και πράξεις των άγνωστων ανθρώπων εκείνων που βοηθούν χωρίς ποτέ να φαίνονται και αποτελούν αντίδοτα στην ασχήμια που μας περιβάλει. Μία εκδίκηση του καλού, αν θέλετε. Δε μπόρεσε ο Γιώργος να τα διαβάσει όλα, ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Κόμπιασε, συγκινήθηκε και ο κόσμος το ίδιο. Εγώ τραγούδησα πολλά τραγούδια και είπα λίγα λόγια. ”Τρώμε τώρα!” φώναξε ο Άλλος Άνθρωπος. Από νωρίς καθόταν παράμερα και έβραζε στη μαρμίτα το φαγητό. 260 μερίδες. Αρκετές για όλους. Φάγαμε καθισμένοι πάνω σε κουρελούδες. Μακαρόνια, λουκάνικα, ψωμί και λίγο σταφύλι για φρούτο. Ύστερα μουσική πάλι και το βράδυ αργά, μετά το κατευώδιο των προσκεκλημένων και το σχετικό συμμάζεμα, πέσαμε όλοι ξεροί για ύπνο.

Το πρωί της δεύτερης μέρας είχαμε δώσει ραντεβού στις 12 για να μπορέσουμε να δουλέψουμε λίγο την παρουσίαση της εκδήλωσης στο Book and Art με θέμα τη Λογοτεχνία και την Αλληλεγγύη. Η Λίλυ και η Φραγκέσκα ήρθαν στην ώρα τους, με μαντάτα. Έξι άνθρωποι στην Αγκαλιά. Κατά τη μιάμιση κατεβήκαμε να τους βρούμε, να τους πάμε χυμούς και να δούμε τι χρειάζονταν. Μπαίνοντας στην Αγκαλιά, ένα μωρό, ένα κοριτσάκι ούτε 2 χρονών με ένα παιχνιδάκι στα χέρια και μία πάνα φορεμένη κοιτούσε με έντρομο βλέμμα γύρω του. Ένας κύριος γύρω στα πενήντα μας είπε ότι είναι οικογενειακός φίλος και το πήρε μαζί, γιατί η μητέρα του δεν μπορούσε να το κουβαλάει από τον Μόλυβο στην Καλλονή με τα πόδια. Θα έρχονταν σύντομα καμιά εικοσιπενταριά ακόμη. Μαζί γυναίκες και οι υπόλοιποι. Η Λίλυ με τη Φραγκέσκα έφυγαν κατευθείαν με το αυτοκίνητο προς Πέτρα για να τους βρουν και να κουβαλήσουν όσους γινόταν πίσω, η θερμοκρασία έξω αρκετά πάνω από 30 βαθμούς. Ακόμη και συνηθισμένος σε τέτοιες θερμοκρασίες να είσαι, το πολύωρο περπάτημα κάτω απ’ τον ήλιο ισοδυναμεί με κακουχία. Γυρίσαμε στο σπίτι με την Κατερίνα, ο Γιώργος δεν άργησε να έρθει κι εκείνος. Ύστερα από ούτε μια ώρα πήρε τηλέφωνο η Λίλυ, δεν είχανε βρει κανέναν. Ή τους πήρανε άλλοι εθελοντές απ’ το δρόμο ή τους βρήκε το λεωφορείο και τους μετέφερε στη Μυτιλήνη ή κάπου είχανε σταματήσει για να ξεκουραστούν. Κατά τις 3 το μεσημέρι επέστρεψαν η Λίλυ και η Φραγκέσκα, φάγαμε, λίγη πρόβα με τον Παντελή να μας κάνει παρέα στο δροσερό σαλόνι, που μυαλό όμως… Κατά τις 7 ξεκινήσαμε τελικά για Μυτιλήνη, αφού πρώτα περάσαμε να πάρουμε το μωρό με το γείτονα και έναν νεαρό ακόμη. Οι άλλοι τέσσερις θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι αύριο για το λεωφορείο. Άντρες είναι θα καταφέρουν να περάσουν τη νύχτα χωρίς πρόβλημα. Το μωρό όμως φοβόταν, χρειαζόταν τη μάνα του. Η Ελένη, εν τω μεταξύ, πίσω στο μαγαζί ετοίμαζαν σάντουιτς για 500 άτομα τα οποία μόλις είχανε βγει στο Μόλυβο εκείνο το απόγευμα. Στη διαδρομή ως την πόλη, 40 λεπτά, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα με τα παιδιά, μουδιασμένοι και με το νου μας στο κοριτσάκι. Φτάνοντας στο κολυμβητήριο πέρα στο λιμάνι, παρκάραμε και κατεβήκαμε με μία έγνοια να βρούμε ανάμεσα στον τόσο κόσμο τη μάνα του παιδιού. Και, σαν από θαύμα ή σαν εκείνες τις στιγμές που θυμίζουν χόλυγουντ, λίγα μέτρα παρακάτω τυλιγμένη με τη μαντίλα της, ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, να την! Μόλις την είδε το κοριτσάκι άρχισε να βαδίζει ατσούμπαλα γελώντας και φωνάζοντας με απλωμένα τα χεράκια, σίγουρα φωνάζοντας ”μαμά” στη γλώσσα της κι εκείνη, κλαίγοντας, έτρεξε, το σήκωσε στην αγκαλιά της φιλώντας το και μας ευχαρίστησε ξανά και ξανά, ανάμεσα σε δάκρυα, αναφιλητά κι ένα χαμόγελο απ’ αυτά που βλέπεις μόνο στα πρόσωπα των μανάδων αυτής της γης και θέλω να φαντάζομαι, όπου αλλού στο σύμπαν υπάρχουν μανάδες. Γύρισα και κοίταξα τον Γιώργο που στεκόταν σιωπηλά βουρκωμένος πίσω μας, η Λίλυ με τη Φραγκέσκα και την Κατερίνα μπροστά κι εγώ στη μέση. ”Thank you so much” είπε ο νεαρός που είχαμε μεταφέρει, φυσιοθεραπευτής στο επάγγελμα. Θα μπορούσε να είναι φίλος μου, συμμαθητής μου. Ο πενηντάρης κύριος, Σάμι το όνομά του, και γείτονας της μικρούλας Μάσα, δούλευε ως ζαχαροπλάστης πίσω στη Συρία, μου έσφιξε το χέρι εγκάρδια. Θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου. Δανείστηκε ένα τηλέφωνο για να καλέσει τον πατέρα του παιδιού στη Συρία, όπου ο πόλεμος μαίνεται, να ενημερώσει ότι φτάσανε στην Ελλάδα και ότι είναι καλά όλοι τους, να μην έχει και αυτή την έγνοια. Εμείς καθυστερήσαμε λίγο να πάμε στην εκδήλωση, αλλά δε ζητήσαμε συγγνώμη από τον κόσμο που περίμενε συγκεντρωμένος στην οδό Κομνηνάκη, μόνο η Κατερίνα αφηγήθηκε εν τάχει τα παραπάνω γεγονότα. Πέρασε όμορφα το βράδυ, είδαμε κόσμο πολύ, τα είπαμε, όλα καλά. Κι εγώ από το δρόμο του γυρισμού, στο άνετο αυτό πλοίο, σας γράφω τούτες τις λέξεις με την ελπίδα ότι θα τις διαβάσετε όχι σαν απέκδυση από τις ευθύνες όλων μας. Ό,τι εγώ βίωσα για δυο μικρές μέρες, είναι η καθημερινότητα για χιλιάδες πρόσφυγες, για τους ανθρώπους της Αγκαλιάς και για άλλους πόσους ακόμα συνανθρώπους. Αυτή τη στιγμή, πριν καλά καλά βάλω τελεία, η Αγκαλιά είναι πάλι γεμάτη κόσμο, μιας και η σημερινή απόβαση έφερε άλλους δύο χιλιάδες Σύριους στις ακτές της Λέσβου.

Και αύριο… αύριο είναι μία άλλη μέρα και πάλι και ξανά. Μέχρι πότε άραγε;


Ο Κώστας Ζαφειρίου μεγάλωσε στην Αθήνα του 90. Ξεκίνησε να παίζει μουσική όταν ο πατέρας του πριν 20 χρόνια, ως άλλος σοφός Σολομώντας απάντησε μια και καλή στο αιώνιο ερώτημα ”κιθαρίστας ή ντράμερ” αγοράζοντάς του την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Προς μεγάλη του απογοήτευση έμαθε να παίζει κιθάρα αναγκαστικά από πιτσιρικάς και μόνο τα τελευταία 15 χρόνια κατάλαβε ότι με αυτή μπορεί να γράψει και δικά του τραγούδια. Λίγες μουσικές σπουδές έως το 2000, τα πολύ βασικά. Έπαιξε σε σχολικά γκρουπάκια κατά την εποχή της ακμής του Ελληνόφωνου ροκ.

Μπαινοβγαίνοντας στα στούντιο των Σπυριδούλα, των Διάφανων Κρίνων, των Υπογείων Ρευμάτων, των Φώτων που σβήνουν. Ζωή στα προβάδικα, χάλαγε όλο του το χαρτζιλίκι σε δίωρα διαλείμματα από τη σχολική ρουτίνα μαζί με φίλους και γνωστούς. Το 2005 ήταν κιθαρίστας και φλαουτίστας στους The Model Spy, το 2007 φτιάχνει τους Ανεμόεσσα, με τους οποίους πραγματοποιεί μία σειρά συναυλιών. Απ’ το 2008 μένει μόνιμα πια στη Λήμνο, αφήνοντας πίσω μία για πάντα την πόλη. Δε δισκογραφεί συνειδητά. Συνεργασίες με Κώστα Παρίσση, Θάνο Ανεστόπουλο, Γιάννα Φαφαλιού και πολλούς ακόμη σε διάφορες περιστάσεις και διάφορους χώρους. Αγαπημένος του ερμηνευτής, ο Νίκος Ξυλούρης. Είναι εκτός από μουσικός και συγγραφέας περίπου δέκα βιβλίων για παιδιά κάθε ηλικίας, ορισμένα απ’ τα οποία βραβευμένα. Η μουσική ήταν και είναι το ημερολόγιό του.

* Έχει τιμηθεί 2 φορές (2011 & 2014) από τη Διεθνή Νεανική Βιβλιοθήκη του Μονάχου, για τη συμμετοχή του στον κατάλογο White Ravens ο οποίος ξεχωρίζει τα 200 καλύτερα παιδικά βιβλία του κόσμου κάθε χρόνο.

** Είναι γνωστός (ανάλογα με την εκάστοτε διάσταση που βρίσκεται κάθε φορά) και ως Κύριος Γουτ ή Μενεστρέλ του Μιραβάλ ή πάλι απλά ως Κώστας Ζαφειρίου

like us

Musicom

Musicom Greece is a team of Professionals coming from the Culture Industry with great experience in Communication, Music Production, Visual and Graphic Arts, Concert Organising, Copywriting and more… Our philosophy stands on : Loving Music, Promoting Music and Positive Human Thought. The members of the team have been working as P.R. Officers in top Record Labels, executive Producers, Directors, Curators, Graphic Designers etc.

About the author

Who‘s behind this

Demo

Skyler

Photographer

skyler@moreno

Phone: 555-357-3005

Charming, CA

8727 Sutter Street

Copyright 2013 by YOOtheme - All rights reserved
powered by Warp 7 Framework and
designed and crafted with UIkit

Demo