Συνέντευξη Ελένη Βιτάλη

Μιλώντας με την Ελένη Βιτάλη νιώθεις να γίνεσαι μέρος ενός πολιτισμού που σιγά αλλά σταθερά χάνεται από την Ελλάδα.

Από την λαική μουσική παράδοση, τα πανηγύρια, την Λύρα του Πατσιφά των αρχών της δεκαετίας του ΄70, όπου έκανε τα πρώτα της, ουσιαστικά δισκογραφικά βήματα, στην Ελλάδα του Ρασούλη και του Παπάζογλου που λατρεύει, αλλά δεν έτυχε ποτέ να συνεργαστούν. Είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά κάποιους από τους μύθους του ελληνικού τραγουδιού, σαν τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη ,πού εκτός από μουσική της έμαθαν με τον απλό καθημερινό τρόπο της ζωής και ήθος. Μέσα από τα τραγούδια της την ξέρει όλος ο κόσμος αλλά αρνήθηκε συνειδητά να μπεί στο παιχνίδι του marketing. Aρνήθηκε να πάρει τους όποιους χρυσούς δίσκους ήθελε να της απονείμει η εταιρεία δίσκων που κυκλοφορούσε τα τραγούδια της. Αργησε πολύ να γίνει επαγγελματίας με την στεγνή έννοια του όρου και με την έννοια της καριέρας, ίσως να μην έγινε και ποτέ. Το συναίσθημα της είναι ακριβό και αρνείται να το εξαργυρώσει. Αν ήταν κάποια άλλη στη θέση της, σήμερα θα έκανε καριέρα σε όλον τον κόσμο. Πρίν λίγα χρόνια η Yasmin Levi την έψαξε και ηχογράφησαν μαζί εδώ στην Αθήνα ένα τραγούδι. Σήμερα, αφήνοντας πίσω της τα χρόνια που πέρασαν, η Ελένη Βιτάλη είναι ανοιχτή στην ζωή και στην τέχνη της. Θέλει τα τραγούδια που θα πεί να έχουν ειδικό βάρος. Καί η ζωή είναι ανοιχτή μπροστά της για να το κάνει.

Πρίν από λίγο τραγούδησες στο στούντιο το “Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους”. Ενα τραγούδι που σηματοδοτεί μιά ολόκληρη εποχή. Τι σου θύμισε;

Πρώτα απ΄όλα μου θύμισε την εποχή που τραγουδούσαμε τα αντάρτικα στις μπουατ, όταν ξεκίνησα στην ΛΥΡΑ, το 1974, την εποχή της μεταπολίτευσης. Προερχόμουν από άλλο χώρο, τα καλοκαίρια τραγουδούσα και στα πανηγύρια, αλλά ο πατέρας μου άκουγε και αυτά τα τραγούδια, ειδικά στην εποχή της χούντας, τα άκουγε κρυφά. Η μάνα μου φοβόταν μην τον καρφώσει κανείς, γιατί έβγαινε και έβριζε τον Παπαδόπουλο. Ολοι είχαμε στο σπίτι μας έναν αριστερό, εκείνη την εποχή. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός. Ο παππούς μου ο Σπύρος, από την μεριά της μάνας μου, πέθανε στην κατοχή από τα βασανιστήρια. Και από την μάνα μου και από τον πατέρα μου δεν είχαμε δεξιούς στην οικογένεια.

Έζησες την εποχή της μεταπολίτευσης, έζησες και τα χρόνια της “ευδαιμονίας”, που αποδείχτηκε ότι ήταν ψεύτικη. Πώς σου φαίνονται, σήμερα πια όλα αυτά;

Το πουλόβερ δεν ξηλώνεται απότομα.Ο λαικισμός είχε μπεί στη ζωή μας πολλά χρόνια πρίν. Η πολλή άνεση των reality δεν έπαιξε τον ρόλο της; Από την άλλη, δεν μπορεί να είσαι ηγέτης ενός κράτους και να λές “ερωτεύθηκα απότομα”… Δεν ερωτεύεσαι απότομα όταν είσαι 70 χρονών… Ερωτεύεσαι απότομα όταν είσαι 20 ή 28… Εγώ που είμαι 60, ξέρω πολύ καλά ότι δεν ερωτεύεσαι απότομα σε αυτή την ηλικία. Αυτό γίνεται στα παιδιά που η λιμπιντό τους είναι στο φούλ. Κατά την ταπεινή μου άποψη. Το ξαναλέω. Το πουλόβερ δεν ξηλώνεται απότομα. Πρώτα χτυπάμε στον πολιτισμό του άλλου. Και όλη αυτή την εποχή που μιλάμε κανείς δεν είχε, τελικά την ευθύνη για τίποτα. Σήμερα, φτάσαμε στο σημείο να βλέπει με καχυποψία ο ιδιωτικός υπάλληλος τον δημόσιο, επειδή έχει δουλειά. Δεν σου φταίει ο απέναντί σου επειδή βρήκε δουλειά. Το νοιώθω σαν υπόγειο ρεύμα, σαν να έχει γίνει ξαφνικά ένας μικρός εμφύλιος και μας χωρίζει. Θα γίνουμε βάρβαροι μεταξύ μας;

Είπες ότι πρώτα χτυπάνε τον πολιτισμό ενός λαού. Αναφέρθηκες στα reality και τα παράγωγά τους… Αυτά τα πράγματα έγιναν “μόδα”…

Ναί, βγάλαμε όλα τα άπλυτά μας στην φόρα, αλλά όχι με την έννοια “μετανοιώνω”, αλλάζω νού, μετανοώ. Απλά εκμεταλεύομαι και ότι αρπάξω. Στεναχωριέμαι με τα παιχνίδια αυτά. Καί άντε, να πείς ότι γίνονται με καλή πρόθεση, για να βοηθηθούν κάποιοι νέοι. Αλλά εκεί που τους βλέπω και κλαίνε μετά, μου βγαίνει μιά υστερία. Στους γονείς, στους συγγενείς και νομίζω ότι όλα αυτά γίνονται για λόγους ανύπαρκτους. Το βλέπω λίγο παρωδία αυτό που γίνεται και στεναχωριέμαι. Αυτοί που θα πάρουν βραβείο χαίρονται αλλά ποιός μας λέει ότι θα γίνουν και φίρμες; Ετσι γινονται οι φίρμες; Να το πάρουνε για παιχνίδι, να πάνε για να γελάσουνε, το καταλαβαίνω, γιατί όλοι κάπως ξεκινήσαμε…

Να σε γυρίσω πολλά χρόνια πίσω και να σε ρωτήσω τι χαρακτήρισε την παιδική σου ηλικία;

Δεν έχω αλλάξει και πολύ. Εκείνο το παιδάκι το κουβαλάω μέσα μου. Στην παιδική μου ηλικία ζώ. Δεν έχω ξεκόψει ποτέ.Τι εννοώ; Πολλές φορές, νοερά, βρίσκομαι σε περιστατικά εκείνης της ηλικίας και λύνομαι στο γέλιο. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι το πολύ γέλιο.Οι Λαβιδαίοι είχαν πολύ χιούμορ. Πολύ πλάκα. Καί είχαν κωδικούς ανάμεσά τους. Γελούσαν πολύ και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτοσαρκαζόντουσαν. Ο ένας αδελφός έβλεπε στον άλλο τον εαυτό του. Καί όλοι μουσικοί. Οι δύο θείοι μου έπαιζαν σαντούρι και τσέμπαλο. Και ο πατέρας μου σαντούρι. Αυτή ήταν η χαρά μας. Ξεκινούσαν με πολιτική συζήτηση και κατέληγαν να παίζουν όλοι μαζί. Θυμάμαι το γέλιο που έκανα και στα πανηγύρια. Ηταν πιό αθώες οι εποχές. Ξέρανε και ποιανού κόρη είμαι και δεν με πείραζε κανένας.

Λένε όλοι σήμερα-εκ του ασφαλούς-ότι τα πανηγύρια ήταν μεγάλο σχολείο.Ηταν;

Έχουν δίκιο. Ηταν μεγάλο σχολείο.

Θα μας πείς τους λόγους;

Είναι πολλοί οι λόγοι. Πρώτα απ΄όλα γιατί κάθεσαι πολλές ώρες επάνω στο πάλκο. Έχει τύχει να είναι από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 7 το πρωί. Αν είσαι μουσικός και εισαι πάνω στο πάλκο τόσες ώρες, γίνεσαι καλύτερος. Γιατί εκείνη την εποχη έπαιζαν εκεί, σπουδαίοι μουσικοί. Εχω δουλέψει με τους Σουκαίους, έχω δουλέψει με τους Χαλκιάδες, δεν χρειάζεται να πώ εγώ τι μουσικοί ήταν. Εκεί πάνω, τόσες ώρες, μαθαίνεις τους μουσικούς δρόμους, άκουγες δίπλα σου να παίζουν κορυφαίοι μουσικοί. Μέχρι τα 17 ή τα 18 μου ήμουνα στα πανηγύρια. Μετά πήγα στον Πατσιφά. Στις μέρες μας, έχει τύχει να περάσω από κάποιο πανηγύρι, νομίζω δεν έχουν πολύ χρώμα όπως παλιά ή εγώ ξέφυγα;

Την πρώτη φορά που μπήκες στο στούντιο της Columbia για να σε ακούσει ο Πατσιφάς, βρέθηκες να ηχογραφείς το “Αι γαρούφαλλό μου”, το τραγούδησες μιά κι έξω και αυτό ήταν η πρώτη σου “επίσημη” δισκογραφία.

Ο Αγραπίδης που ήταν καλός οικογενειακός φίλος με προετοίμασε γι΄αυτό. Μού είπε τι σημαίνει καλές αναπνοές, να είναι καθαρό το ιγμόριο, να μη κάνω βιμπράτο, τέτοια πράγματα. Πήγα στο στούντιο μαγκωμένη. Έτυχε εκείνη την μέρα να γράφει ο Αργύρης Κουνάδης. Σταμάτησαν να κάνουν ένα διάλλειμα και βάλανε εμένα να τραγουδήσω για να με ακούσουν. Τραγούδησα το “Ηλιε μου, ήλιε μου βασιλιά μου”, του Χατζιδάκι. Πρίν τραγουδήσω, όμως, μπαίνοντας στην Columbia, βλέπω τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Τάσο Καρακατσάνη που τούς ήξερα.“Ελένη, καθαρά τα λόγια”, μου είπε ο Νικολόπουλος. Καί συμπλήρωσε ο Καρακατσάνης “Καί μην βάζεις βιμπράτο”. Τα κράτησα αυτά. Καί όταν μου ζήτησαν να τραγουδήσω το “Αι γαρούφαλλό μου”, μπήκα και το είπα τελείως απλά. Είχα τα λόγια μπροστά μου. Δεν χρειάστηκε να το πώ δεύτερη φορά. Αυτό δεν θα το ξεχάσω. Καί επειδή δεν με σταμάτησαν καθόλου, είπα μέσα μου “Θα με διώξουν σίγουρα”. Τελικά το κράτησαν όπως ήταν.

Κι εγώ, αγάπησα πολύ τον κόσμο που με ξαναδέχτηκε. Τον κόσμο που ξαναδέχτηκα κι εγώ. Μου είχε λείψει. Είναι μεγάλο πράγμα να είσαι τραγουδιστής… Δεν σταματάς ποτέ να είσαι τραγουδιστής, ακόμα κι αν είσαι στο σπίτι σου. Εισπράττεις πολύ αγάπη.

Οταν έκανες το “Απέναντι μπαλκόνι” ,δίστασες… Φοβόσουν να εκδόσεις τα δικά σου τραγούδια, έτσι δεν είναι; Καί μιλάμε εκ του ασφαλούς σήμερα ,για έναν δίσκο που έμεινε κλασικός και τα τραγούδια του τραγουδιούνται μέχρι σήμερα, όλα αυτά τα χρόνια…

Δυό τρείς άνθρωποι μού έδωσαν το κουράγιο να προχωρήσω με τα δικά μου τραγούδια. Κυρίως ο Σπάθας. Αυτός ο δίσκος με “καθάρισε”. Ημουν η “σκυλού” εκείνης της εποχής. Έτσι με έβλεπαν οι κριτικοί. Για να υποστηρίξω τα τραγούδια αυτού του δίσκου στα live, έπρεπε να περάσουν τέσσερα-πέντε χρόνια. Μου τα ζητούσε ο κόσμος που τα άκουγε να τα παίζουν τα ραδιόφωνα. Μετά, σταμάτησα να τραγουδώ για κάποιο διάστημα, υπήρξε και όλη αυτή η παραφιλολογία γύρω από εμένα, και φυσικό ήταν. Δεν τραγουδούσα γιατί δεν ήμουν παρα πολύ καλά. Αυτή η παραφιλολογία δημιούργησε έναν μύθο.

Ετσι, όταν ξανατραγούδησα, επόμενο ήταν να έχει επιτυχία και κόσμο. Κι εγώ, αγάπησα πολύ τον κόσμο που με ξαναδέχτηκε. Τον κόσμο που ξαναδέχτηκα κι εγώ. Μου είχε λείψει. Είναι μεγάλο πράγμα να είσαι τραγουδιστής… Δεν σταματάς ποτέ να είσαι τραγουδιστής, ακόμα κι αν είσαι στο σπίτι σου. Εισπράττεις πολύ αγάπη.

Είναι διαφορετικό, όμως, το να είσαι σπουδαίος τραγουδιστής, γιατί την εποχή που δεν ήσουν καλά και σταμάτησες να τραγουδάς θα μπορούσε πολύ εύκολα, ίσως, ο κόσμος να σε ξεχάσει, όπως ξέχασε πολλούς άλλους πρίν από εσένα…

Μα, αυτό ακριβώς θέλω να πώ. Ισως, σπουδαίος τραγουδιστής είναι αυτός που δεν ξεχνάει ο κόσμος.

Μιά και μιλάμε για σπουδαίους τραγουδιστές είχες την τύχη να ζήσεις από κοντά ανθρώπους που είναι μύθοι σήμερα. Τον Μανώλη Χιώτη, ας πούμε τον γνώρισες από κοντά…

Από πολύ κοντά. Τον έλεγα “θείο Μανώλη”, γιατί με κράταγε κοντά του στις ηχογραφήσεις κάποιων τραγουδιών του, όπως και του πατέρα μου. Πού ήταν σαν και μένα, δεν κράτησε ποτέ τίποτα δικό του. Σε ένα τραγούδι του πατέρα μου, με κρατούσε ο Χιώτης και εγώ έπαιζα ταραμπούκα.

Τι αίσθηση σου άφησε;

Ηταν ο πιό γλυκός άνθρωπος, Θυμάμαι πάντα τις πλάκες που έκανε με τον πατέρα μου. Εκαναν αγώνες ταχύτητας ,σαντούρι και μπουζούκι. Επαιζαν τις “Νύχτες της Μόσχας”, ρώσσικα, ούγγρικα, τσιγγάνικα. Επαιζε σαν πολυβόλο. Μεγάλος καλλιτέχνης.

Καί τον Γρηγόρη Μπιθικώτση έζησες από κοντά… Την μία από τις κολώνες του Ελληνικού τραγουδιού.

Είχα κι αυτή την ευλογία. Ενας πολύ μεγάλος τραγουδιστής, ένας ογκόλιθος σαν να είναι μιά πέτρα στην Ακρόπολη. Το λέω έχοντας επίγνωση του τι λέω. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι μιά πέτρα από την Ακρόπολη. Δεν υπήρχε πιό απλός και πιό καλός άνθρωπος, πού γνώρισα εγώ τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Πήγαινε σε φτωχούς μουσικους, κρυφά και τους έδινε λεφτά για να τους βοηθήσει. Τελείωνε, δηλαδή από τις Τζιτζιφιές που δούλευε εκείνη την εποχή και πήγαινε στα φιλαράκια του, τους βοηθούσε οικονομικά για να κοιμηθεί καλά μετά. Μιά φορά είχε δώσει και στον μπαμπά μου λεφτά. Οταν ήμουν εγώ δέκα χρονών. Σαν άνθρωπος ήταν αυτό που περιγράφω, σαν τραγουδιστής δεν πρόκειται να ξαναβγεί Μπιθικώτσης. Είναι σαν φάρος ο Μπιθικώτσης, είναι αυτό που λέμε “παίρνω μπούσουλα για να προχωρήσω”.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης;

Είναι, επίσης, μιά πέτρα από την Ακρόπολη. Θα μιλήσω για την φωνή του. Δεν μπορώ να συγκρίνω τον έναν με τον άλλο. Είναι σαν να συγκρίνω ανόμοια πράγματα. Αλλά είναι εξίσου μεγάλος τραγουδιστής. Ο Καζαντζίδης είναι ένα λιοντάρι και έχει συμπυκνωμένη ενέργεια η φωνή του. Αφού έλεγαν τότε, ότι όταν πεθάνει ο Καζαντζίδης θα ψάξουν να βρούν πως είναι κατασκευασμένο το λαρύγγι του… Ηταν φυσικό φαινόμενο. Δεν βγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι ξανά, δεν υπάρχει περίπτωση.

Η Σωτηρία Μπέλλου;

Την λατρεύω. Δεν υπάρχει άλλη σαν την Σωτηρία Μπέλλου, ούτε θα υπάρξει. Δεν υπήρξε καλύτερη γυναίκα στον κόσμο, πιό αυθεντικός άνθρωπος, πιό πραγματική κομμουνίστρια.[Βάζει τα γέλια] Καί δεν χώνευε τον Τσιτσάνη,μια ζωή.

Η Μαρίκα Νίνου τι σου φέρνει στο μυαλό;

Μια πολύ όμορφη γυναίκα. Εκεί που λέει “μ΄άλλον αν σε νιώθω .αχ Ζαίρα μου γλυκεια”, αν την είχα μπροστά μου θα την δάγκωνα. Δηλαδή θα ήταν σαν της έλεγα “άντε παράτα με κυρά μου, σταματάω να τραγουδώ μετά από αυτό που τραγούδησες, με τον τρόπο που το τραγούδησες… “Για αυτή την γυναίκα το μόνο που μπορώ να πώ είναι ότι δεν υπήρξε μεγαλύτερη τραγουδίστρια του παλκοσένικου. Εχω πάρει πολλά από την Νίνου, συνειδητά και ασυνείδητα.

Είσαι η τραγουδίστρια που πήρε ένα παλιό λαικό τραγούδι του Πάνου Γαβαλά, το άλλαξες τελείως, το έκανες δικό σου, σε βαθμό που οι νεώτεροι το ξέρουν μόνο από την φωνή σου. Μιλάω για το “Μακριά μου να φύγεις”.

Τεράστιος τραγουδιστής και ο Γαβαλάς. Θα σου πώ την ιστορία αυτού του τραγουδιού. Ηταν το οικογενειακό μας τραγούδι. Το τραγουδούσαν όλοι οι Λαβιδαίοι στα οικογενειακά γλέντια. Το έμαθα από τους μεγαλύτερους. Μέχρι που το ηχογράφησα, το έλεγα στο σπίτι. Δεν πίστεψα ποτέ ότι μπορεί να γίνει επιτυχία με την φωνή μου. Αλλά, φαίνεται, ότι μερικά τραγούδια θέλουν από μόνα τους να γίνουν σουξέ.

Εχεις μιά από φυσικού σου απέχθεια για τις “επίσημες” τελετές. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχεις πάρει χρυσό δίσκο, αν και οι πωλήσεις των δίσκων σου θα συνηγορούσαν σε αυτό. Θυμάμαι καλά;

Δεν έχω πάρει ποτέ χρυσό δίσκο. Ντρεπόμουν. Ντρέπομαι να βλέπω εμένα. Τι να τον κάνω τον χρυσό δίσκο; Δεν θα τον έβαζα ποτέ στο σπίτι μου. Την αγάπη του κόσμου θέλω. Θα μου πείς, θα μπορούσα να τον πάρω και να τον βάλω στην αποθήκη. Αλλά γιατί να το κάνω; Για το θεαθήναι;

Αν σου ζητούσα να μου πείς ένα τραγούδι που αγάπησες και δεν το έχεις πεί, ποιό θα έλεγες;

Τον “Λαικό τραγουδιστή” του Σαββόπουλου από το Happy Day,

Περνάμε έναν πόλεμο, έναν οικονομικό πόλεμο. Τα αντάρτικα που ηχογραφήσαμε σήμερα, δεν τα είπαμε τυχαία. Τα λέω και τα νοιώθω. Περνάμε μια καινούργια χούντα. Νιώθω έναν εξαναγκασμό, μην κρυβόμαστε.


“Βλέπω φτωχούς ανθρώπους, με πληγωμένο εγωισμό, κι όμως, είμαι ο τελευταίος γιατί δεν έχω ούτε αυτό”. Δεν έχει σημασία ποιός στο έκανε. Στό έκανε η εξορία; Στο έκανε μιά κατάθλιψη που έπαθες γιατί δεν έχεις φράγκο ξαφνικά; Οπως τώρα, ας πούμε. Ολοι έχουν πάθει μιά κατάθλιψη μέσα σε αυτό που ζούμε, τηρουμένων των αναλογιών, άλλος λίγο, άλλος πολύ. Δεν υπάρχει αξιοκρατία, δεν υπάρχει τίποτα. Ο εγωισμός, που γράφει ο Σαββόπουλος, είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Γιατί δεν έχω ούτε κι αυτό. Από όπου κι αν προέρχεται. Αυτό σημαίνει ότι σε έχουν ταπεινώσει.

Ο Μπρέχτ γράφει στην “Οπερα της πεντάρας” οτι η φτώχεια είναι ντροπή. Τώρα πιά το μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων την ζεί…

Η μιζέρια είναι ντροπή. Οι Ελληνες δεν είναι μίζεροι. Εχουν πολιτισμό. Αν ποτέ ξεχάσουμε τον καθημερινό μας πολιτισμό, τότε θα μπούμε στην μιζέρια και στην μικροπρέπεια. Με αυτά που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, βλέπεις οτι ο κοινωνικός ιστός δεν διαλύθηκε. Κάτω από το τραπέζι, βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Καί τώρα γίνεται ακόμα πιό πολύ. Το βλέπω, το νοιώθω γύρω μου. Αυτό εννοώ λέγοντας “καθημερινό πολιτισμό”. Περνάμε έναν πόλεμο, έναν οικονομικό πόλεμο. Τα αντάρτικα που ηχογραφήσαμε σήμερα, δεν τα είπαμε τυχαία. Τα λέω και τα νοιώθω. Περνάμε μια καινούργια χούντα. Νιώθω έναν εξαναγκασμό, μην κρυβόμαστε. Με το χαστούκι, ας πούμε, που έφαγε η Κανέλλη. Δεν μπορείς να σηκώνεις το χέρι σου και να χτυπάς μια γυναίκα. Είναι ντροπή. Δεν ήμουν ποτέ σε κανένα κόμμα. Πιστεύω πως όποια μειοψηφία, πάψει να είναι μειοψηφία, γίνεται πλειοψηφία και εκεί παίρνει ο άνθρωπος πιό πολύ θάρρος ή πιό σωστά θράσος, γιατί αυτός που έχει θάρρος το έχει πάντα και είναι και ντροπαλός. Εκεί αρχίζουν τα δύσκολα.

Πές μου κάποιους ανθρώπους πού χωρίς την παρουσία τους αυτή η χώρα θα ήταν αλλιώς…

Δεν ξέρω πως θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχε ο Θεοδωράκης. Χωρίς τον Θεοδωράκη αυτή η χώρα θα ήταν αλλιώς. Δεν ξέρω πως θα ήταν χωρίς τον Χατζιδάκι. Είμαι πολύ μικρή για να τον κρίνω… Οταν ακούω Χατζιδάκι μου έρχονται δάκρυα λύτρωσης. “Το χαμόγελο της Τζοκόντα” το ξέρω απ έξω. Ξέρω και αυτά που γράφει από πίσω, στο εξώφυλλο. Ο Νίκος Γκάτσος… όπως γράφει και η Μαρία Ιορδανίδου, όταν μπήκα στην Αγιά Σοφιά ένιωσα πολύ μικρή και πολύ μεγάλη ταυτόχρονα. Ημουνα μέρος του Θεού. Ο Γκάτσος αυτό σε κάνει να νιώθεις, ότι είσαι μέρος του Θεού. “Τί ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά….” Πάω να γράψω στίχο και πραγματικά αισθάνομαι ηλίθια μετά από αυτό. Τι να γράψεις μετά; Οταν ξεκίνησα να γράφω δικά μου τραγούδια είχα την αναίδεια του νεοφώτιστου. Τώρα ντρέπομαι.

Δεν ξέρω πως θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχε ο Θεοδωράκης. Χωρίς τον Θεοδωράκη αυτή η χώρα θα ήταν αλλιώς. Δεν ξέρω πως θα ήταν χωρίς τον Χατζιδάκι. Είμαι πολύ μικρή για να τον κρίνω… Οταν ακούω Χατζιδάκι μου έρχονται δάκρυα λύτρωσης.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι κομμάτια του νεοελληνικού πολιτισμού μας και δικά μου. Τον Νίκο Παπάζογλου τον αγαπάω, τον αγαπάω, τον αγαπάω. Οτι κι αν συνεπάγεται αυτό. Καί τον ευχαριστώ. Δεν συνεργαστήκαμε ποτέ αλλά τον ευχαριστώ πολύ που υπήρξε. Και θα υπάρχει πάντα μέσα μου.

Πρίν από λίγες ημέρες ηχογράφησες δύο τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που θα συμπεριληφθούν σε έναν δίσκο-αφιέρωμα στον μεγάλο Ελληνα συνθέτη με αφορμή τα 90 του χρόνια. Πως αισθάνθηκες τραγουδώντας τον “Ταμμένο” και “Την Ρωμιοσύνη μή την κλαίς” σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου;

Τα τραγούδησα τον χειμώνα που πέρασε στην συνεργασία που είχα με την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης στο αφιέρωμα που έγινε στο Badmington. Για την ηχογράφησή τους σε δίσκο, συνεργαστήκαμε με έναν σπουδαίο μουσικό. Τον Μάνο Αχαλινωτόπουλο. Η ιδέα ήταν να τα ηχογραφήσουμε με ένα κλαρίνο και μία φωνή. Το αποτέλεσμα, νομίζω ότι μας δικαίωσε. Ευχαριστώ τον Μάνο για αυτή την συνεργασία που πιθανότατα θα έχει και συνέχεια. Ηταν ένα ελάχιστο δείγμα τιμής στην μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Τον ευχαριστούμε που υπάρχει.

like us

Musicom

Musicom Greece is a team of Professionals coming from the Culture Industry with great experience in Communication, Music Production, Visual and Graphic Arts, Concert Organising, Copywriting and more… Our philosophy stands on : Loving Music, Promoting Music and Positive Human Thought. The members of the team have been working as P.R. Officers in top Record Labels, executive Producers, Directors, Curators, Graphic Designers etc.

About the author

Who‘s behind this

Demo

Skyler

Photographer

skyler@moreno

Phone: 555-357-3005

Charming, CA

8727 Sutter Street

Copyright 2013 by YOOtheme - All rights reserved
powered by Warp 7 Framework and
designed and crafted with UIkit

Demo